- αδιακλάδωτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει διακλαδώσεις: Στο σημείο εκείνο η σιδηροδρομική γραμμή είναι αδιακλάδωτη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιακλάδωτος — η, ο [διακλαδώνω] αυτός που δεν έχει διακλαδώσεις … Dictionary of Greek